αναμοιάζω

αναμοιάζω
1. είμαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον
2. βρίσκω ομοιότητες, παρομοιάζω κάποιον με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”